χοιροκομεῖον

χοιροκομεῖον
χοιρο-κομεῖον, τό,
A pen for keeping swine in, Ar.V.844, Hsch., Suid.
II (

χοῖρος 1.2

) bandage used by females, Ar.Lys.1073.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χοιροκομεῖον — pen for keeping swine in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιροκομεῖα — χοιροκομεῖον pen for keeping swine in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

  • χοιροκομείο — το / χοιροκομεῑον, ΝΑ χώρος εκτροφής χοίρων, χοιροστάσιο αρχ. 1. πάσσαλος στον οποίο δένονται οι χοίροι 2. επίδεσμος γυναικείου αιδοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κομεῖον (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κομεῖο[ν], ὀρνιθο κομεῖον] …   Dictionary of Greek

  • χοιροκομείου — χοιροκομεί̱ου , χοιροκομεῖον pen for keeping swine in neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”